- στρουθοφάγοι
- στρουθοφάγοςmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Στρουθοφάγοι — Ostrich eaters masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στρουθοφάγων — Στρουθοφάγοι Ostrich eaters masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθοφάγος — ον, Α 1. αυτός που τρώει πουλιά και, ιδίως, κρέας στρουθοκαμήλου 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Στρουθοφάγοι ονομασία φυλής τής Αιθιοπίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + φάγος*] … Dictionary of Greek